łączenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | łączenie | łączenia |
γενική | łączenia | łączeń |
δοτική | łączeniu | łączeniom |
αιτιατική | łączenie | łączenia |
οργανική | łączeniem | łączeniami |
τοπική | łączeniu | łączeniach |
κλητική | łączenie | łączenia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
łączenie < łączyć
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łączenie (pl) ουδέτερο