Γκίκαινα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γκίκαινα οι Γκίκαινες
      γενική της Γκίκαινας των Γκικαινών
    αιτιατική την Γκίκαινα τις Γκίκαινες
     κλητική Γκίκαινα Γκίκαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γκίκαινα < Γκίκ(ας) + -αινα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γκίκαινα θηλυκό