Δομνίστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δομνίστα
      γενική της Δομνίστας
    αιτιατική τη Δομνίστα
     κλητική Δομνίστα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δομνίστα < σλαβικής προέλευσης *Dobьnica < *dǫbъ (βελανιδιά)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðoˈmni.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δο‐μνί‐στα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δομνίστα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]