ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==


==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}


{{-ρημ-|el}}
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|ξάπλωνα|ξαπλώσω|ξάπλωσα|ξαπλώνομαι|ξαπλωμένος}}
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|ξάπλωνα|ξαπλώσω|ξάπλωσα|ξαπλώνομαι|ξαπλωμένος}}
# {{αμτβ}} τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
# {{αμτβ}} τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
# {{μτβ}} ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
# {{μτβ}} ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα


===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|lie down}} (1,2), {{τ|en|lay down}} (3)
* {{en}} : {{τ|en|lie down}} (1,2), {{τ|en|lay down}} (3)

Αναθεώρηση της 06:36, 14 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο) τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
  2. (αμετάβατο) πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
    θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  3. (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
  4. (μεταβατικό) ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξαπλωνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξαπλώνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξαπλωνω».