τρέφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +ro:τρέφω
Γραμμή 69: Γραμμή 69:
[[fr:τρέφω]]
[[fr:τρέφω]]
[[it:τρέφω]]
[[it:τρέφω]]
[[ro:τρέφω]]

Αναθεώρηση της 23:43, 7 Νοεμβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

τρέφω

  1. παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
  2. παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
  3. έχω, νιώθω
    τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
  4. αφήνω να αναπτυχθεί
    τρέφω μούσι
  5. εκτρέφω ζώα
  6. (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τρεφω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τρέφω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τρεφω».