θρεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρεπτικός < αρχαία ελληνική θρεπτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θρεπτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στη θρέψη, που περιέχει άφθονα στοιχεία για τη θρέψη
- (κατ’ επέκταση) σχετικός με τη θρέψη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θρεπτικά
- θρεπτικότητα
- → δείτε τη λέξη θρέφω