ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
[[fr:ξαπλώνω]]
[[fr:ξαπλώνω]]
[[li:ξαπλώνω]]
[[li:ξαπλώνω]]
[[mg:ξαπλώνω]]

Αναθεώρηση της 20:18, 26 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο) τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
  2. (αμετάβατο) πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
    θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  3. (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
  4. (μεταβατικό) ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξαπλωνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξαπλώνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξαπλωνω».