δοσοληψία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ώρα'|δοσοληψί|δοσοληψι}}
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} < ''δοσο-'' ({{αρχ}} [[δόσις]]) + ''-ληψία'' (< {{αρχ}} [[λῆψις]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} < ''δοσο-'' ({{αρχ}} [[δόσις]]) + ''-ληψία'' (< {{αρχ}} [[λῆψις]])

Αναθεώρηση της 21:22, 30 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

δοσοληψία < ελληνιστική < δοσο- (αρχαία ελληνική δόσις) + -ληψία (< αρχαία ελληνική λῆψις)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

δοσοληψία θηλυκό

  1. η ανταλλαγή προϊόντος και χρημάτων
     συνώνυμα: αλισβερίσι, νταραβέρι, πάρε δώσε, συναλλαγή
  2. πληθυντικός: οι αμοιβαίες σχέσεις κι επαφές· λέγεται, κυρίως, με αρνητική σημασία
    είχε δοσοληψίες με αναρχικές ομάδες

Μεταφράσεις