ψήνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ψήνω → {{παθ|ψήνω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[ψήνω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|ψήνω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 17:54, 28 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψήνω

Ρήμα

ψήνομαι, πρτ.: ψηνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηθώ, αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος

  1. για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
    το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες
  2. (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
    οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο
  3. (κατ’ επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
    ψήνομαι στον πυρετό
  4. σκέφτομαι να κάνω κάτι
    ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή


Μεταφράσεις