ψήνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ψήνω → {{παθ|ψήνω}} με τη χρήση AWB |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|ψήνω}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
Αναθεώρηση της 17:54, 28 Απριλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψήνω
Ρήμα
ψήνομαι, πρτ.: ψηνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηθώ, αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος
- για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
- το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες
- (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
- οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο
- (κατ’ επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
- ψήνομαι στον πυρετό
- σκέφτομαι να κάνω κάτι
- ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή
Μεταφράσεις
ψήνομαι
|