δοσοληψία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:δοσοληψία]] |
|||
[[en:δοσοληψία]] |
|||
[[mg:δοσοληψία]] |
Αναθεώρηση της 21:48, 29 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δοσοληψία < ελληνιστική < δοσο- (αρχαία ελληνική δόσις) + -ληψία (< αρχαία ελληνική λῆψις)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
δοσοληψία θηλυκό
- η ανταλλαγή προϊόντος και χρημάτων
- πληθυντικός: οι αμοιβαίες σχέσεις κι επαφές· λέγεται, κυρίως, με αρνητική σημασία
- είχε δοσοληψίες με αναρχικές ομάδες
Μεταφράσεις
δοσοληψία