choroba: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:choroba
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[nemoc]]
* [[nemoc]]

[[chr:choroba]]
[[cs:choroba]]
[[de:choroba]]
[[en:choroba]]
[[eo:choroba]]
[[es:choroba]]
[[et:choroba]]
[[eu:choroba]]
[[fi:choroba]]
[[fj:choroba]]
[[fr:choroba]]
[[hu:choroba]]
[[io:choroba]]
[[is:choroba]]
[[ja:choroba]]
[[li:choroba]]
[[lo:choroba]]
[[lt:choroba]]
[[mg:choroba]]
[[oc:choroba]]
[[pl:choroba]]
[[sk:choroba]]
[[sv:choroba]]
[[ta:choroba]]
[[tt:choroba]]

Αναθεώρηση της 07:53, 4 Μαΐου 2017

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική choroba choroby
γενική choroby chorób
δοτική chorobie chorobom
αιτιατική chorobę choroby
οργανική chorobą chorobami
τοπική chorobie chorobach
κλητική chorobo choroby

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
 [[Κατηγορία:Λήμματα με ήχο στην προφορά (Δεν υπάρχει αυτός ο κωδικός γλώσσας!! )]]

Ουσιαστικό

choroba (pl) θηλυκό

  1. η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος

Αντώνυμα

Συγγενικά

→ δείτε τη λέξη chorować



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

choroba (cs) θηλυκό

  1. η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος

Συνώνυμα