φτιάχνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φτιάχνω → {{παθ|φτιάχνω}} με τη χρήση AWB |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 90: | Γραμμή 90: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:φτιάχνομαι]] |
Αναθεώρηση της 18:00, 26 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτιάχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φτιάχνω
Ρήμα
φτιάχνομαι , πρτ.: φτιαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα φτιαχτώ, αόρ.: φτιάχτηκα, μτχ.π.π.: φτιαγμένος
- κατασκευάζομαι, γίνομαι με ορισμένα υλικά
- επιδιορθώνομαι
- καλλωπίζομαι
- έρχομαι σε κατάσταση ευφορίας είτε επειδή άκουσα κάτι ευχάριστα είτε με λήψη ναρκωτικών
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) έρχομαι σε κατάσταση εκνευρισμού
- μη μου λέτε τέτοια γιατί φτιάχνομαι
Μεταφράσεις
φτιάχνομαι
|