ψάχνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ψάχνω → {{παθ|ψάχνω}} με τη χρήση AWB
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|παρακΒ=1}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====



Αναθεώρηση της 06:20, 26 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψάχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψάχνω

Ρήμα

ψάχνομαι, πρτ.: ψαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψαχτώ, αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος

  1. ψάχνω να βρω κάτι πάνω μου, πχ. στις τσέπες μου
  2. (οικείο) αναζητώ το δρόμο μου στη ζωή
  3. (οικείο) είμαι σε φάση αναζήτησης, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου

Κλίση

Μεταφράσεις