Κάψαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κάψαλα | ||
γενική | των | Καψάλων | ||
αιτιατική | τα | Κάψαλα | ||
κλητική | Κάψαλα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κάψαλα < κάψαλα < πληθυντικός αριθμός του κάψαλο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.psa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κά‐ψα‐λα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κάψαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Καψάλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)