Κασνέση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κασνέση < γενική ενικού του αρσενικού Κασνέσης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈzne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κασ‐νέ‐ση
- ομόηχο: Κασνέσι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κασνέση θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Κασνέση αρσενικό