Κασνέσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κασνέσι | τα | Κασνέσια |
γενική | του | Κασνεσιού & Κασνεσίου |
των | Κασνεσιών & Κασνεσίων |
αιτιατική | το | Κασνέσι | τα | Κασνέσια |
κλητική | Κασνέσι | Κασνέσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κασνέσι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈzne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κασ‐νέ‐σι
- ομόηχο: Κασνέση
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κασνέσι ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Κασνέσης (επώνυμο)
- Κασνεσιώτης, Κασνεσιώτισσα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κασνέσι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καράτι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)