Καφηρίδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Καφηρίδες
      γενική τῶν Καφηρίδων
      δοτική ταῖς Καφηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς Καφηρίδᾰς
     κλητική ! Καφηρίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καφηρίδες < πληθυντικός αριθμός του Καφηρίς < Καφηρεύς

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καφηρίδες θηλυκό στον πληθυντικό

Πηγές[επεξεργασία]