Κυκλαδίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κυκλαδίτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυκλαδίτισσα οι Κυκλαδίτισσες
      γενική της Κυκλαδίτισσας των Κυκλαδιτισσών
    αιτιατική την Κυκλαδίτισσα τις Κυκλαδίτισσες
     κλητική Κυκλαδίτισσα Κυκλαδίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κυκλαδίτισσα < Κυκλαδίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κυκλαδίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυκλαδίτης