Κωμιακίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κωμιακίτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κωμιακίτισσα οι Κωμιακίτισσες
      γενική της Κωμιακίτισσας των Κωμιακιτισσών
    αιτιατική την Κωμιακίτισσα τις Κωμιακίτισσες
     κλητική Κωμιακίτισσα Κωμιακίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κωμιακίτισσα, Κωμιακίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κωμιακίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κωμιακίτης