ΟΠΕΚΕΠΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΟΠΕΚΕΠΕ < Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.pe.ceˈpe/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. αρσενικό ακρωνύμιο