Σενεγαλέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σενεγαλέζα | οι | Σενεγαλέζες |
γενική | της | Σενεγαλέζας | — | |
αιτιατική | τη | Σενεγαλέζα | τις | Σενεγαλέζες |
κλητική | Σενεγαλέζα | Σενεγαλέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σενεγαλέζα < Σενεγαλέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Σενεγαλέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Σενεγαλέζος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σενεγαλέζα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έζα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)