Σταθιάνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σταθιάνικα | ||
γενική | των | Σταθιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Σταθιάνικα | ||
κλητική | Σταθιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /staˈθça.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στα‐θιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σταθιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σταθιάνικα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κωνσταντίνος Άμαντος, Γλωσσικά μελετήματα, (Αθήνα: Αδελφοί Μυρτίδη, 1964), σελ. 56
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)