Τσικναίικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Τσικναίικα
      γενική των Τσικναίικων
    αιτιατική τα Τσικναίικα
     κλητική Τσικναίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσικναίικα < επώνυμο Τσίκνας + -αίικα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siˈkne.i.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐κναί‐ι‐κα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσικναίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]