Τσιλέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσιλέρ < μεταγραφή για την τουρκική Çiller [< çiller (φακίδες), πληθυντικός αριθμός του çil ]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siˈler/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐λέρ
τονικό παρώνυμο: Τσίλλερ

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Τσιλέρ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]