Φλῶρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Φλῶρα ήδη στον Πλούταρχο < (άμεσο δάνειο) λατινική Flora (θεά των λουλουδιών και της άνοιξης) < λατινική flos (άνθος)[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: Φλώρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Φλῶρα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή) (αρσενικό Φλῶρος)
- γυναικείο όνομα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 2.2 @scaife.perseus
- Φλώραν δὲ τὴν ἑταίραν ἔφασαν ἤδη πρεσβυτέραν οὖσαν ἐπιεικῶς ἀεὶ μνημονεύειν τῆς γενομένης αὐτῇ πρὸς Πομπήϊον ὁμιλίας, λέγουσαν ὡς οὐκ ἦν ἐκείνῳ συναναπαυσαμένην ἀδήκτως ἀπελθεῖν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 2.2 @scaife.perseus
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.
Πηγές
[επεξεργασία]- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press
- J-S Balzat, R. W. V. Catling, É. Chiricat and F. Marchand 2014 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.B: Coastal Asia Minor. Caria to Cilicia, Oxford: Oxford University Press
- J.-S. Balzat, R.W.V. Catling, E. Chiricat, and T. Corsten 2018 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.C: Inland Asia Minor, Oxford: Oxford University Press
- Φλῶρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Δάνεια - ονόματα από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Γυναικεία ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)