άνωθεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄνωθεν, ανάντη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνωθεν < αρχαία ελληνική ἄνωθεν

Επίρρημα[επεξεργασία]

άνωθεν (τοπικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άνωθεν αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

Επίθετο[επεξεργασία]

άνωθεν άκλιτο

  • που προέρχονται από πάνω, από το Θεό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]