άνωθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνωθεν < αρχαία ελληνική ἄνωθεν
Επίρρημα
[επεξεργασία]άνωθεν
- (τοπικό επίρρημα) από πάνω, από ψηλά, εκ των άνω,
- (μεταφορικά) από τα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας
- (μεταφορικά) από το θεό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άνωθεν αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- οι ανώτεροι στην ιεραρχία
Επίθετο
[επεξεργασία]άνωθεν άκλιτο
- που προέρχονται από πάνω, από το Θεό