ανάντη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ανάντη | ||
γενική | των | ανάντων | ||
αιτιατική | τα | ανάντη | ||
κλητική | ανάντη | |||
όπως «ιδιόόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάντη < αρχαία ελληνική ἀνάντη, πληθυντικός του ἄναντες, ουδέτερο του ἀνάντης < ἀνά + ἄντην (απέναντι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈnan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐ντη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάντη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λόγιο) τα μέρη που βρίσκονται προς την πάνω πλευρά
- ※ Ἀνῆλθε μὲ πόδα γοργὸν τὴν ἀνάντη ὁδὸν, ἣν καταυγάζει ὁ χρυσοῦς φωστὴρ τῆς ἐλπίδος (Χαράλαμπος Άννινος, Αι αισθήσεις, στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ανάντης (επίθετο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)