άσιγμος μέλλων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσιγμος μέλλων < άσιγμος και μέλλων

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

άσιγμος μέλλων αρσενικό