θέμ-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέμ- < αρχαία ελληνική θέμα <τίθημι
το αμετάβλητο μέρος μιας λέξης που μαζί με την κατάληξη την συναποτελούν..
ισχυρό θέμα
[επεξεργασία]από το λείπ-ω < έλλειψη, έλλειμμα,διάλειμμα, λεῖμμα, λείψανο
ασθενές θέμα
[επεξεργασία]από το λιπ και λοιπ- του αόριστου β΄ έλιπον και του παρακειμένοι λέλοιπα αντίστοιχα παράγονται τα περισσότερα σύνθετα, όπως ελλιπής, λιποταξία, λιποθυμία, λοιπός. υπόλοιπο, λοῖσθος, λοίσθιος