καθαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαίρω < (λόγιο) αρχαία ελληνική καθαίρω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈθɛ.ɾɔ/
- τονικό παρώνυμο: καθαιρώ
- συλλαβισμός : κα‐θαί‐ρω
Ρήμα[επεξεργασία]
καθαίρω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαίρω
→ δείτε τη λέξη εξαγνίζω |
[επεξεργασία]
- ↑ «καθαίρω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- καθαίρω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «καθαίρω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)