Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγγελτήριο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγελτήριο τα αγγελτήρια
      γενική του αγγελτήριου
& αγγελτηρίου
των αγγελτήριων
& αγγελτηρίων
    αιτιατική το αγγελτήριο τα αγγελτήρια
     κλητική αγγελτήριο αγγελτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγγελτήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγγελτήρ (αγγελιοφόρος) + -ιον[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aŋ.ɟelˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελτήριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγγελτήριο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγγελτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)