αγγελτήριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγελτήριο | τα | αγγελτήρια |
γενική | του | αγγελτήριου & αγγελτηρίου |
των | αγγελτήριων & αγγελτηρίων |
αιτιατική | το | αγγελτήριο | τα | αγγελτήρια |
κλητική | αγγελτήριο | αγγελτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγελτήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγγελτήρ (αγγελιοφόρος) + -ιον[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟelˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γελ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγελτήριο ουδέτερο
- κείμενο τυπωμένο σε εφημερίδα ή σε ξεχωριστό φύλλο χαρτιού που περιέχει μια αγγελία, μια γνωστοποίηση τελετής
- ※ Πιο κάτω, στην οδό Π. Τσαλδάρη 34, ένα από τα ωραία μικρά σπίτια της γειτονιάς με μια εξώθυρα που σε κάνει να σταματήσεις και να τη θαυμάσεις, έχει βάλει αγγελτήριο ανέγερσης νέας οικοδομής.
- Νίκος Βατόπουλος, Ενας κόσμος αποκαθηλωμένος στη Δάφνη, Η Καθημερινή, 24 Σεπτεμβρίου 2023
- ※ Πιο κάτω, στην οδό Π. Τσαλδάρη 34, ένα από τα ωραία μικρά σπίτια της γειτονιάς με μια εξώθυρα που σε κάνει να σταματήσεις και να τη θαυμάσεις, έχει βάλει αγγελτήριο ανέγερσης νέας οικοδομής.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγελτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγελτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)