ακομπλεξάριστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακομπλεξάριστα < ακομπλεξάριστος + -α < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική complex < γερμανική Komplex < λατινική complexus < complector < plecto < πρωτοϊταλική *plektō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ- (πλέκω)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακομπλεξάριστα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακομπλεξάριστα
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)