αλάργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλάργα < ιταλική alla larga < largo < λατινική largus
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλάργα
- (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή
- (λαϊκότροπο) (οικείο) μακριά (τοπικό επίρρημα)
- Στεκόταν αλάργα καθώς φοβόταν να πλησιάσει τον τεράστιο σκύλο.
- (λαϊκότροπο) (οικείο) όχι πολύ συχνά, αραιά και πού (χρονικό επίρρημα)
- (λαϊκότροπο) (έκφραση) περίμενε!
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλαργαίνω
- αλαργάρω
- αλάργεμα
- αλαργεμένα
- αλαργεμένος
- αλαργεμός
- αλαργεύω
- αλαργινά
- αλαργινός
- αλαργο-
- αλάργος
- αλαργοτάξιδος
- αλαργωπός