αναβάπτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναβάπτισμα < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάπτισμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναβάπτισμα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναβάπτισμα
|