ανακλάδισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακλάδισμα < ανακλαδίζω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακλάδισμα ουδέτερο
- το να τεντώνεται κάποιος, να απλώνεται, ή η στάση του σώματος που αντιστοιχεί
- το σταυροπόδι
- η βλάστηση νέων κλαριών σε ένα φυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακλάδισμα
|
|