ανελέητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανελέητα < ανελέητ(ος) + -α [1]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανελέητα
- με ιδιαίτερη αυστηρότητα, σκληρότητα, αλύπητα, χωρίς οίκτο, δίχως έλεος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανελέητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανελέητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανελέητο, ουδέτερο του ανελέητος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανελέητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας