αποπυρήνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπυρήνωση | οι | αποπυρηνώσεις |
γενική | της | αποπυρήνωσης* | των | αποπυρηνώσεων |
αιτιατική | την | αποπυρήνωση | τις | αποπυρηνώσεις |
κλητική | αποπυρήνωση | αποπυρηνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπυρηνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποπυρήνωση (el) θηλυκό
- το να αφαιρείς-βγάζεις τον πυρήνα, το κουκούτσι ή το επιθυμητό προς απομάκρυνση επίκεντρο-κέντρο