αριθμοσειρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η αριθμοσειρά (el) θηλυκό, ενικός
οι αριθμοσειρές (el) πληθυντικός
- (τυπογραφία) γραμματοσειρά αριθμών (το λέμε για ρολόγια· συνήθως η αριθμοσειρά στα ρολόγια δεν υπάγεται στην ίδια γραμματοσειρά με το λογότυπο και τις πιθανές άλλες χαραγμένες λέξεις, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο)
- αποκλειστικά αριθμοσειρά: για χαρακτηροσειρές που αποτελούνται μόνο από αριθμούς (πχ για αριθμούς δωματίων κτλ)
- (μαθηματικά) σειρά τυχαίων αριθμών ή αριθμών με συγκεκριμένες ιδιότητες πχ. απειροσειρά (infinite series)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)