αστραπόφεγγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστραπόφεγγο τα αστραπόφεγγα
      γενική του αστραπόφεγγου των αστραπόφεγγων
    αιτιατική το αστραπόφεγγο τα αστραπόφεγγα
     κλητική αστραπόφεγγο αστραπόφεγγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστραπόφεγγο < αστραπή + φέγγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστραπόφεγγο ουδέτερο

  • ξαφνική λάμψη από αστραπή
    η νύχτα έγινε μέρα, όταν φάνηκε ένα αστραπόφεγγο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]