αυτοεξυπηρετούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοεξυπηρετούμαι < αυτοεξυπηρέτηση + -ούμαι (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοεξυπηρετούμαι (αποθετικό)

  1. μπορώ και εξυπηρετώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, χωρίς να περιμένω από άλλους (για άτομα με κινητικά ή άλλα προβλήματα)
  2. εξυπηρετούμαι στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών από μένα τον ίδιο κι όχι από υπαλλήλους της επιχείρησης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]