αχίλλειος τένοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αχίλλειος τένοντας αρσενικό
- (ανατομία) τένοντας στο πίσω μέρος του ποδιού, ακριβώς πάνω από την φτέρνα. Πρόκειται για τον παχύτερο τένοντα του ανθρωπίνου σώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχίλλειος τένοντας