Αχιλλέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αχιλλέας | οι | Αχιλλείς |
γενική | του | Αχιλλέα & Αχιλλέως |
των | Αχιλλέων |
αιτιατική | τον | Αχιλλέα | τους | Αχιλλείς |
κλητική | Αχιλλέα | Αχιλλείς | ||
Η γενική -έως', για το αρχαίο όνομα. | ||||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Αχιλλέας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀχιλλεύς < ἄχος ή ἄχος (ἀχι-) + λαός[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αχιλλέας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο εγγονός του Αιακού (Αχιλλεύς Αιακίδης) και γιος του Πηλέα (Αχιλλεύς Πηλείδης), ο οποίος ήταν βασιλιάς της Φθίας, και της Θέτιδας, μία από τις 50 Νηρηίδες, ήταν ο μεγαλύτερος και ο κεντρικός ήρωας της Ιλιάδας του Ομήρου.
- ανδρικό όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αχιλλέας
|
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)