Ἀχιλλεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Έλεγχος όλων των επικών τύπων.
Δείτε επίσης: Αχιλλεύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀχιλλεύς οἱ Ἀχιλλεῖς - Ἀχιλλῆς*
      γενική τοῦ Ἀχιλλέως
Ἀχιλλέος
επικός Ἀχιλλῆος
τῶν Ἀχιλλέων
      δοτική τῷ Ἀχιλλεῖ τοῖς Ἀχιλλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀχιλλέ τοὺς Ἀχιλλέᾱς
     κλητική ! Ἀχιλλεῦ Ἀχιλλεῖς - Ἀχιλλῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀχιλλ1 ή Ἀχιλλεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἀχιλλέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀχιλλεύς άγνωστης ετυμολογίας. Ήδη μυκηναϊκή 𐀀𐀑𐀩𐀄 (a-ki-re-u). Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική . Παραδοσιακά, ετυμολογήθηκε ως < *ΑχιλᾱϜος[1] < ἄχος ή ἄχος (ἀχι-) + λαός[2]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἀχιλλεύς, -έως αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, ο Αχιλλέας, όπως ο γιος του Πηλέα (Πηλείδης) και της θέτιδας, ή ο γιος του Αιακού (Αἰακίδης)
  2. (ελληνική μυθολογία) ημίθεος της ελληνικής μυθολογίας, ο γιος του Πηλέα (Πηλείδης)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ἀχιλλεύς -  Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
  2. G. Holland, "The name of Achilles", Glotta 71, 1993, 17-27