βαθμονομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμονομώ < βαθμός + -νομώ < νέμω (=διανέμω, μοιράζω)

βαθμονομώ (παθητική φωνή: βαθμονομούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]