βαθμονομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]βαθμονομώ (παθητική φωνή: βαθμονομούμαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαθμονόμηση
- βαθμονομητής
- βαθμονομία
- βαθμονόμος
- → δείτε τις λέξεις βαθμός, βαίνω και νέμω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαθμονομώ | βαθμονομούσα | θα βαθμονομώ | να βαθμονομώ | βαθμονομώντας | |
β' ενικ. | βαθμονομείς | βαθμονομούσες | θα βαθμονομείς | να βαθμονομείς | (βαθμονόμει) | |
γ' ενικ. | βαθμονομεί | βαθμονομούσε | θα βαθμονομεί | να βαθμονομεί | ||
α' πληθ. | βαθμονομούμε | βαθμονομούσαμε | θα βαθμονομούμε | να βαθμονομούμε | ||
β' πληθ. | βαθμονομείτε | βαθμονομούσατε | θα βαθμονομείτε | να βαθμονομείτε | βαθμονομείτε | |
γ' πληθ. | βαθμονομούν(ε) | βαθμονομούσαν(ε) | θα βαθμονομούν(ε) | να βαθμονομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαθμονόμησα | θα βαθμονομήσω | να βαθμονομήσω | βαθμονομήσει | ||
β' ενικ. | βαθμονόμησες | θα βαθμονομήσεις | να βαθμονομήσεις | βαθμονόμησε | ||
γ' ενικ. | βαθμονόμησε | θα βαθμονομήσει | να βαθμονομήσει | |||
α' πληθ. | βαθμονομήσαμε | θα βαθμονομήσουμε | να βαθμονομήσουμε | |||
β' πληθ. | βαθμονομήσατε | θα βαθμονομήσετε | να βαθμονομήσετε | βαθμονομήστε | ||
γ' πληθ. | βαθμονόμησαν βαθμονομήσαν(ε) |
θα βαθμονομήσουν(ε) | να βαθμονομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαθμονομήσει | είχα βαθμονομήσει | θα έχω βαθμονομήσει | να έχω βαθμονομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαθμονομήσει | είχες βαθμονομήσει | θα έχεις βαθμονομήσει | να έχεις βαθμονομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαθμονομήσει | είχε βαθμονομήσει | θα έχει βαθμονομήσει | να έχει βαθμονομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαθμονομήσει | είχαμε βαθμονομήσει | θα έχουμε βαθμονομήσει | να έχουμε βαθμονομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαθμονομήσει | είχατε βαθμονομήσει | θα έχετε βαθμονομήσει | να έχετε βαθμονομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαθμονομήσει | είχαν βαθμονομήσει | θα έχουν βαθμονομήσει | να έχουν βαθμονομήσει |
|