βαθμονομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθμονομώ < βαθμός + -νομώ < νέμω (=διανέμω, μοιράζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

βαθμονομώ (παθητική φωνή: βαθμονομούμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]