Μετάβαση στο περιεχόμενο

βεβιασμένα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βεβιασμένα < μετοχή παθητικού παρακειμένου του βιάζομαι

Επίρρημα

[επεξεργασία]

βεβιασμένα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]