βεβιασμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεβιασμένα < μετοχή παθητικού παρακειμένου του βιάζομαι

Επίρρημα[επεξεργασία]

βεβιασμένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]