βιοενεργητική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοενεργητική οι βιοενεργητικές
      γενική της βιοενεργητικής των βιοενεργητικών
    αιτιατική τη βιοενεργητική τις βιοενεργητικές
     κλητική βιοενεργητική βιοενεργητικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοενεργητική < από τον ελληνογενή γαλλικό όρο της φυσιολογίας bioénergétique

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοενεργητική θηλυκό

  • (ιατρική) κλάδος της φυσιολογίας που μελετά τις μεταβολές της ενέργειας στους ζωντανούς οργανισμούς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βιοενεργητική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]