βιομεθάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιομεθάνιο | τα | βιομεθάνια |
γενική | του | βιομεθάνιου & βιομεθανίου |
των | βιομεθάνιων & βιομεθανίων |
αιτιατική | το | βιομεθάνιο | τα | βιομεθάνια |
κλητική | βιομεθάνιο | βιομεθάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιομεθάνιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) μεθάνιο που παράγεται με βιολογικό τρόπο
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιομεθάνιο
|