βογγητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βογγητό | τα | βογγητά |
γενική | του | βογγητού | των | βογγητών |
αιτιατική | το | βογγητό | τα | βογγητά |
κλητική | βογγητό | βογγητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βογγητό αρσενικό
- άλλη μορφή του βογκητό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βογγητό
|