βουδίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουδίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βουδιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουδίστρια
|
βουδίστρια θηλυκό
|