βροντοφωνάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βροντοφωνάζω < βροντοφων(ώ) + -άζω κατά το φωνάζω < βροντόφωνος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε βροντο- + φωνάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾon.do.foˈna.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐ντο‐φω‐νά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βροντοφωνάζω, αόρ.: βροντοφώναξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φωνάζω, μιλάω δυνατά με βροντερή φωνή
  2. (μεταφορικά) διακηρύσσω με έντονο τρόπο (όπως για να διεκδικήσω κάτι που θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμά μου)
     συνώνυμα: διατρανώνω τη γνώμη μου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]